Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Σύκο μαρμελάδα!


Ο Διονύσιος συνέχιζε- ακόμα και τότε, οικογενειάρχης όντας πλέον με 8 ανήλικα τέκνα- την παράδοση, που του μεταβιβάστηκε. Κάθε χρόνο, στις 23 του Αυγούστου, έλυνε από τον αυτοσχέδιο κάβο… κει πέρα στις βραχοσπηλιές… το μικρό καϊκάκι – κληροδότημα οικογενειακό- και πρόσμενε τον ούριο άνεμο να πλεύσει μέχρι το απέναντι νησί. Ξεκινούσε το πρωί… να ‘ναι σίγουρος ότι θα έχει έγκαιρα φτάσει για τον εσπερινό στην μεγάλη εκκλησιά του Αγ. Διονύσιου (Σιγούρος-κατά το κοσμικό του επίθετο) της Ζακύνθου. Σε λινή πετσέτα δίπλωσε το κολατσιό του- ψωμί ζυμωτό και σύκα, που ‘χαν πια ωριμάσει , φρεσκοκομμένα από το δέντρο που σκίαζε το δυτικό παράθυρο της εξοχικής έπαυλης του μεγαλοτσιφλικά πατέρα του. Σε βαμβακερό πανί είχε τυλιγμένες τις παντόφλες, που με περίσσειο σεβασμό είχαν υφάνει οι γυναίκες της οικογένειας – δώρο στον «άγιο», που κάθε βράδυ θέλει να «βολτάρει»… και τις λιώνει στις αέναες διαδρομές του προς πιστούς και άπιστους… Τη νύχτα αγρύπνησε στην εκκλησιά, μέχρι να ακούσει τον μπιστικό του σιόρ- Μανόλο να διαλαλεί ότι ο πάγκος του αφέντη του είχε στηθεί γιομάτος μπουκαλάκια – καμωμένα από βενετσιάνικο γυαλί- με κολόνια μπουγαρίνι, τον σιόρ Νιόνο να προωθεί το φρέσκο μαντολάτο του και τους χωρικούς κραυγάζοντας για το γλυκό- πλακουτσωτό ντόπιο κρεμμύδι… και πιο κει σε ντενεκέδες με λάδι «πνιγόταν» το ντόπιο τυρί…

Ο Διονύσιος περίμενε μέχρι την περιφορά της σεπτής εικόνας και της κάρας του Αγίου… Μετά, αφού μέτρησε τα ασημένια νομίσματα που έκρυβε στις πτυχές της μπαμπακιένιας βράκας του, αγόρασε τα πεσκέσια για τους δικούς του. Της μάνας του και της γυναίκας του… κολόνια… σίγουρα… Μαντολάτα για τα παιδιά του και τα ανίψια του… Κρεμμύδια και λαδοτύρι θα τον συνόδευαν στο ταξίδι της επιστροφής… Το περίσσευμα θα συμπλήρωνε τα γεύματα της επόμενης βδομάδας… και ειδικά το γλυκό- κρέμμυδο θα συνόδευε τις ξιδάτες- αλάδωτες ελιές στις 29 του μήνα… στη μνήμη του Αγ- Γιαννιού του Νηστευτή. Μόνο που φέτος, μια μαυρομαλλούσα πιτσιρίκα με παιχνιδιάρικα πράσινα μάτια, - η Αντζολίνα- τον έπεισε να αγοράσει και φριτούρα… γλυκό τηγανιτό… που του θύμισε αμυδρά τον σιμιγδαλένιο χαλβά της μάνας του …

Φορτωμένος καλούδια, μπήκε στο καΐκι του. «Μέτρησε» τον καιρό… Ναι!!! Θα προλάβαινε να φτάσει στο «κορακο-λίμανο», χωρίς να χρειαστεί να διανυκτερεύσει στο μοναστήρι των Στροφάδων, αυτό που «έστησε» η «μεγάλη Αικατερίνη»- κατά τα βυζαντινά πρότυπα…

Τυχερός ήταν που δεν χρειάστηκε να τραβήξει κουπί. Ο αέρας έπεσε την στιγμή που έμπαινε στο κολπίσκο και τα νερά βάφονταν πορτοκαλιά… Στην άκρια στα μαρόκια… που εκ δεξιών οριοθετούσαν τον κολπίσκο, παιδικό χεράκι κουνούσε μαντήλι λευκό… σε καλωσόρισμα του. Ήταν η Σταθούλα… το στερνοπούλι του, φορώντας το λινό της φανελάκι, με ασπροκέντι εκεί που θα άνθιζε το μπούστο της και φουφούλα με τελειώματα από την ακριβή δαντέλα του Βελγίου, που έφερε πρόσφατα ο πλανόδιος πραματευτής… Στο άλλο της χέρι κρατούσε παδελάκι πήλινο… και φώναζε:

-Μπαμπούλη… φτιάξαμε μαρμελάδα, αυτή που σ’ αρέσει… Μάσσαμε τα σύκα από το δέντρο της αυλής… Πολλά- πολλά είσαντε…Τα ζύγιασε η μάνα στην παλάντζα, είχαμε και ζάχαρη… Να… έλα να φας!!!!
..........

Από κείνο το ίδιο το δέντρο η Σταθούλα δις ετησίως μάζευε σύκα… Την άνοιξη, τα άγουρα, για το γλυκό του κουταλιού… Τον Αύγουστο, τα ώριμα, για την μαρμελάδα…
.............

Το δυτικό παράθυρο της έπαυλης του τσιφλικά προ- προπάππου μου, στόλιζε πετρόχτιστο κρεβάτι με αχυρένιο στρώμα όπου η σκιά των συκόφυλλων έστελνε νεράιδες και ξωτικά στον ύπνο μου, όταν δεκαετής παιδίσκη φιλοξενήθηκα για ένα καλοκαίρι. Τότε μαθήτευσα στην γευστική ηδονή της πρωινής συκοφαγίας…

Ήμουν περίπου 15 χρονών όταν ο μπαμπάς μου αγόρασε-από τους κληρονόμους- ένα κομμάτι γης από το τσιφλίκι του προπάππου της γυναίκας του, 50 μ. από την «τιμημένη» συκιά… Πήρε τότε η γιαγιά μου ένα βλαστάρι από το δέντρο- που στοίχειωνε τα παιδικά της χρόνια- και το φύτεψε στο μεσαίο «πατάρι»… Γιγάντωσε το δέντρο… Είχαμε σύκα για γλυκά … για μαρμελάδες… για εναλλακτικές ταλιατέλες… για χοιρινό με σύκα αλά achillistron…

Το τελευταίο σύκο το έφαγα τον Αύγουστο του 2005….

Μετά… το τέλος… ο θάνατος…

αφιερωμένο στην Κική


η συνταγή με μυστικό!!!!
εδώ

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Μύδια τηγανιτά…

Όταν ο Δημητρός έφτασε στο Παλληκαροχώριον, μεταφέροντας το «αγώγι» -τρεις ώρες δρόμος με το τιμημένο κάρο του, που το έσερναν ο Κανέλλος και ο Μαυρής, οι έμπιστοι σύντροφοι του, - δεν μπορούσε να φανταστεί ότι από την άκρη του καφασωτού παραθύρου τον παρακολουθούσε η Ευμορφία, η μεγάλη κόρη του μέγιστου προύχοντα, που μόλις είχαν αποφασίσει να την εγκλωβίσουν στο σπίτι, αφού ο δημοδιδάσκαλος στο Σχολαρχείο τους προειδοποίησε να μην συνεχίσει τον αγώνα στο πεδίον της μάθησης, αφού- θήλυ ούσα- πιθανολογούσε επερχόμενη τρέλα.
Ο γέρο-Παναγής παρέλαβε τα τσουβάλια από το κάρο, τα ζύγιασε στην πλάστιγγα και διαπίστωσε πως- για πρώτη φορά- δεν έλειψε δράμι από το φορτίο της ζάχαρης- από τα λίγα προϊόντα που δεν παρήγε το πλούσιο χωρίον του, όπου επί σειρά ετών ήταν –επί τιμή-πρόεδρος . Τίμιος αγωγιάτης ο Δημητρός σκέφτηκε ο Παναγής…. πονηρά δε τρέχοντας το μυαλό του, τον κάλεσε στην μεγάλη αίθουσα του παντοπωλείου του- που κάλυπτε τις ανάγκες πέντε παρακείμενων χωριών- σε τραπεζάκι, που ‘χε στήσει δίπλα στο βαρέλι με τις αλίπαστες σαρδέλες, να τον κεράσει ένα τσιπουράκι- από το άριστο που έβγαζαν τα στέμφυλα της κορινθιακής σταφίδας- αυτά που περίσσευαν από την εξαγώγιμη. Είχε όμως προλάβει να ενημερώσει - μέσω του μικρού του γιού , του Αντρίκου- το στερνοπούλι του- την Βγενούλα – την μέγιστη προξενήτρα. Με νεύματα έγινε η συνεννόηση … και μόλις η Βγενούλα ανέβηκε στο χαγιάτι με το καφασωτό, ήξερε ότι έπρεπε να πείσει την Ευμορφία να συμμορφωθεί με την απόφαση του πατέρα της να παντρευτεί τον Δημητρό- τον τίμιο αγωγιάτη- και ας ζήλευαν οι αδερφές της Δήμητρα και Ρουμπίνα.
Δεν χρειάστηκαν τα φαντασιακά επιχειρήματα της προξενήτρας… Η Ευμορφία είχε ήδη αποφασίσει… αφού της στέρησαν τα «γράμματα», που ποθούσε… ας παντρευόταν το παλληκάρι, που καμαρωτά προσέγγισε το χωριό της… Να έκανε πολλά παιδιά, να τους μεταλαμπαδεύσει τον πόθο της μάθησης, οι καιροί… σίγουρα… θα άλλαζαν!!!
Έθεσε η Ευμορφία μόνον έναν όρο…. Τα καλοκαίρια να είναι δίπλα σε θάλασσα… Όπως είχε μάθει, στις παρυφές του τσιφλικιού, στην Μπούκα ελάσσονος ρυακιού, εκεί που παραθέριζαν στο πετρόχτιστο, που το σκίαζε η βασιλοσυκιά- και ας έφερναν τα όνειρα νεράιδες…
Ο Δημητρός είχε έτοιμη την εναλλακτική του πρόταση. Οι οπωρώνες του ήταν στην άκρια μιας λίμνης, και –αν ήθελε η Ευμορφία- οδοιπορώντας την παρόχθια διαδρομή, θα βρισκόταν σε απέραντη αμμουδιά….

Έτσι η Ευμορφία, που ήξερε μόνον τις πεταλίδες στα βράχια και τους «σωλήνες», έμαθε τα μύδια της αμμουδιάς… στις αποχρώσεις του φαιού…
Τότε … εκεί που «έσκαγε» το κύμα, έβαζαν τα «τρυγοκόφινα» και όταν το επόμενο κύμα παράσερνε την άμμο … έμεναν τα «μύδια» ξεπλυμένα…
Στην δεκαετία του ’70 τα «μύδια» άρχισαν να εκλείπουν…. και άρχισε να χρησιμοποιεί το αλουμινένιο σουρωτήρι….

Στο μεταίχμιο… η Ευμορφία κλήθηκε να προσέχει τα εγγόνια … τέκνα της στερνοπούλας της. Τα μπάνια πια γίνονταν στην άκρια του αμμόλοφου που κούρνιαζαν οι αλκυόνες, παραδίπλα η «Αύρα» του κυρ- Αντώνη,- που στο juke-box ακούγαμε την «Συννεφούλα» και το “Let it be”, με την Λάικα- ημίαιμη σκυλίτσα, γεννημένη την ίδια μέρα με μένα, να μου γλύφει τα πόδια.

Μπορώ πια να αναφέρομαι στην γιαγιά μου… Φορούσε το μεταξωτό της μαύρο κομπινεζόν και μια παραμάνα να το μετατρέπει σε «μπανιερό». Με την ίδια εμμονή που έπλεκε δαντέλες με το βελονάκι, συνέλεγε ένα προς ένα τα φαιά «μύδια». Τα πλείστα, το τρώγαμε ωμά… Τα ανοίγαμε με την υποψία νυχιών στα παιδικά μας δάχτυλα, τα ξεπλέναμε με νερό θαλασσινό και τα γευόμασταν… ηδονικά!!!!
Όσα περίσσευαν… η γιαγιά Ευμορφία τα απόθετε τρυφερά σε πορσελάνινη σαλατιέρα, σκεπασμένα με νερό θαλασσινό…
Μέχρι να κάψει το λαδάκι στο τηγάνι…

ΥΓ. Όταν ο μπαμπάς μου αποφάσισε να «επιστρέψουμε» στα πατρογονικά βράχια της γιαγιάς Ευμορφίας, προσπαθήσαμε να « μεταφυτέψουμε» τα φαιά μύδια της Αλκυόνας…
Δεν τα καταφέραμε…

Εκεί υπάρχουν άλλα….

Δυστυχώς….
Παρελθόν για μένα…

Το μέλλον, σ’ αυτούς …
που τσιμεντάρουν τις διαδρομές στο «αρχαίο λατομείο»!!!
που αλλάζουν την διαδρομή στο ρυάκι!!!
που χτίζουν στον αιγιαλό!!!
που θεμελιώνουν πάνω στον αρχαίο ναό!!!
που αποχαρακτηρίζουν τις δασικές εκτάσεις!!!

(οι πλείονες δε των παρανομούντων….
«συγγενείς» εξ αίματος…
μακριά από μέναααααααα…..)

η συνταγή
στο μαγειρείον της Nosy
εδώ

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2007

ΒΥΣΣΙΝΟ ΓΛΥΚΟ (ΙΙ)

συνέχεια από το προηγούμενο...


Η μικρή Σταθούλα στάθηκε με δέος μπροστά στο κοφίνι. Ήταν τεράστιο για τα μικρά της χέρια… Άρχισε να παίζει… στολίστηκε με τα φρούτα… στεφάνωσε και τα μαλλιά της και σκεφτόταν… Από κάπου θα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια… Ας πήγαινε πρώτα στην κυρά- Παναγιώτα, αυτήν που την έλεγε στρίγγλα… αλλά να.. αφού είχε εκείνη την εικόνα, σαν τις ζωγραφιές στο βιβλίο με τα παραμύθια της για τα ξωτικά του δάσους… Ξέμπλεκα τα γκρίζα της μαλλιά, αχτένιστες τούφες να στοχεύουν παντού… και μόνο 2 δόντια στο στόμα της… ίσα να αφήνουν το κενό για να στηρίζεται το άφιλτρο σέρτικο καρελάκι της, όταν τα χέρια της ήταν απασχολημένα …

Έφτασε στον αυλόπορτα της τραγουδώντας το καινούργιο τραγούδι που τους έμαθε ο Παπά- Τριαντάφυλλος στο κατηχητικό του Σαββάτου… «τα χριστιανόπουλα θα πάμε με χαρά…».

-Κυρά- στρίγγλα!!! Που είσαι καλέ; Με έστειλε η γιαγιά μου, να μου δώσετε 2 κλαράκια αρμπαρόριζα… θα μαζωχτούν οι γυναίκες να κάνουμε το γλυκό…

-Σταθούλα!!! Εσύ είσαι παλιοκόριτσο…. Αμ!!! * πια άλλη θα ‘ χε τέτοιο θράσος να με φωνάζει έτσι… θα μεγαλώσεις όμως και θα καταλάβεις… Πέρασε μέσα, να!!! Εδώ … ποτίζω τα τσετσέκια και τις τζίνιες..

Ω!!! να σε καμαρώσω καλέ… εσύ στολίστηκες… φουντωτούλα βυσσινιά μασκαρεύτηκες;;; Χα χα χα!!!

-Να κυρά… Τα φρούτα είναι στο κοφίνι, έξω από τον κήπο της κυρά- Μαργαρώς … μας τα χάρισε η Κυρά- Κυριακούλα για να συγχωράμε την πεθερά της, που και που.. αλλά είναι μεγάλο και βαρύ… και δεν μπορώ να το κουβαλήσω… Τι να κάνω;;;

-Και σκας μικρή μου;;;…. Θα φωνάξουμε το Γιωργή- της Μήτσαινας… θα τα κουβαλήσει αυτός… Έλα, πάμε να κόψουμε την αρμπαρόριζα …

Γιωργή!!! Γιωργή!!! Που είσαι ωρέ… Τσακίσου γρήγορα που σε θέλω…

Ήρθε και Γιωργής.. παλικαράκι στην πρώτη εφηβεία… με το χνούδι πάνω από τα χείλη να σκουραίνει… καταϊδρωμένος από το τόπι, που έπαιζε … Πρόθυμος για κάθε θέλημα που του ζητιόταν…

Πήρε από το ένα χέρι τη Σταθούλα, που στο άλλο κράταγε σφιχτά στη χούφτα τα κλαράκια…

Επιτέλους! Τα βύσσινα είχαν φτάσει στην αυλή… Νύχτωνε πια… Οι γυναίκες καληνυχτίστηκαν… το πρωί θα μαζεύονταν όλες μαζί και πάλι για την προετοιμασία του γλυκού…

Η μικρή Σταθούλα, στο κρεβατάκι της πια, δεν έλεγε να κλείσει μάτι… Ορεγόταν το ξάφρι από την κατσαρόλα… όσο θα έδενε το γλυκό, που πάντα της πρόσφερε η συνονόματη γιαγιά της… Όταν πια αποκοιμήθηκε, ονειρεύτηκε το δικό της βυσσινόκηπο, που όταν μεγάλωνε θα φύτευε στην αυλή της…

….

Κείνο το πρωινό, ο ήλιος χάιδεψε πολύ απαλά τη γειτονιά… Ήταν που έπρεπε να μην καίει πολύ τις ώρες που οι μεσήλικες γυναίκες θα καθάριζαν τα βύσσινα. Η γιαγιά Σταθούλα, από νωρίς είχε στείλει τα γεμιστά στο φούρνο του κυρ- Κανέλλου, μην έχει να νοιαστεί για το μεσημεριανό φαί. Η κόρη της και ο γαμπρός της θα ‘πρεπε να το βρουν έτοιμο, όταν θα γύριζαν από τη δουλειά… Έβρασε το γάλα στο κατσαρόλι… αυτό που ο γέρο-Τάσης μοίραζε από την καρδάρα του τα χαράματα… και του υπενθύμισε ότι κείνη τη μέρα η κυρά-Τάσαινα, θα βοηθούσε στο γλυκό και δε θα ασχολιόταν με τα κατσίκια… Γκρίνιαξε ο Τάσης… δεν θα του μένε χρόνος να περάσει από το ταβερνείο του γερό- καμπούρη για το κρασί… αλλά το εξισορρόπησε με την προσμονή για την κρύα βυσσινάδα μετά το μεσημεριανό υπνάκο…

Η μικρή Σταθούλα αναδεύτηκε στο κρεβάτι… ήρθε ο εφιάλτης… ο καθημερινός, με τη μυρουδιά του βρασμένου γάλακτος… Αμ δεν θα τήραγε αλλού η γιαγιά να το χύσει στο νεροχύτη… Πότε θα μεγάλωνε πια!!! Να μην της λένε για το γάλα… και πόσο υγιεινό είναι!!!!

-Σταθούλα μικρή μου… ξύπνα καλό μου!!! Έλα!!! σε λίγο θα μαζωχτούμε για το γλυκό.. και δεν θα 'χω χρόνο να ασχοληθώ μαζί σου…

-Χμμμ!!! Γιαγιούλα… Σηκώνομαι!!! Τώρα!!! Προλαβαίνω να πάω εγώ στο κατώι να φέρω την παλάντζα;;;

Το κατώι έκρυβε παιχνίδια πολλά… από την ανέμη και το αδράχτι, την ξύλινη σκάφη… την πινακωτή… και τα «πέπλα».. έτσι έλεγε τα ξεμεινεμένα κομμάτια από πανί- βαμβάκι από την Αίγυπτο- που έστελνε ο μακρινός θείος… και τα τύλιγε γύρω της… τα έστηνε στο κεφάλι της … σήκωνε τις φτέρνες της ψηλά, σα να ακροβατούσε σε τακουνάκια… και ονειρευόταν πριγκιπικά…

Τάχα μου να ψάχνει την παλάντζα για το μέτρημα των υλικών… πρόλαβε η μικρή Σταθούλα να σκηνοθετήσει την είσοδο της στο παλάτι του πρίγκιπα των ονείρων της…

Όταν πια ανέβηκε στην αυλή… τα «κορίτσια», οι μεσήλικες φίλες της γιαγιάς είχαν αρχίσει να ξεκουκουτσιάζουν τα φρούτα….

Αδημονούσε όμως… ήθελε γλυκό γρήγορα… δεν θα καθόταν να ακούσει τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες από το κουτσομπολιό της γειτονιάς… μόνο που πήρε το αυτί της κάτι… για την κυρά-Παναγιώτα… την στρίγγλα… το ξωτικό της…

Έτσι έμαθε για αυτήν ότι είχε έρθει από πολύ μακριά, από τη Μακεδονία.. Την είχε αγαπήσει ο γιος του τρανού του Καραγιάννη, σε ένα ταξίδι για εμπορικές του υποθέσεις… Ορφανή προσφυγοπούλα ήταν… η μόνη περιουσία της τα μαύρα κατσαρά μαλλιά της… κάποιος ρεμπέτης την είχε τραγουδήσει κιόλας… ύμνησε τα κάλλη της με περίπλοκα ταξίμια στο ούτι του… Την έφερε στην πόλη αυτή του νότου… τότε στην ύστερη ακμή της «μαυρομάτας» της σταφίδας.. Μόνο που δεν ήξερε … ότι είχε- στο μεσοδιάστημα της απουσίας του- έρθει απρόσκλητος ο περονόσπορος στη σοδειά… και έτσι είχε φαλιρίσει η ακμάζουσα επιχείρηση τους… Μόνη λύση ο γάμος… με τη κόρη του τοκογλύφου του Λαλαίου… Έτσι η Μαλάμω από τα ορεινά … έγινε η Καραγιαννιά… που τώρα με τη γιαγιά Σταθούλα ξεκούκιζαν τα βύσσινα… Η Παναγιώτα ξέμεινε σε μια αυλή… η πρώην αρραβωνιαστικιά… και γερνούσε γρήγορα… πολύ… Ο χρόνος δε σεβόταν τίποτα… Σαν κείνη την αρχαία τη Μέδουσα.. έμοιαζε πια!!! Μόνο που δεν μπορούσε να κάνει κακό σε κανέναν… και δε χρειαζόταν να φανεί από τα βράχια, παραδίπλα του τοπικού λιμανιού… κάποιος Περσέας να σώσει τον τόπο…

Η μικρή Σταθούλα…. Ντράπηκε πολύ… Έλεγε την Παναγιώτα «στρίγγλα»;;; Δεν έπρεπε… Κάτι έπρεπε να κάνει… Να ζητήσει συγνώμη… Έτρεξε στο θείο της…

-Μπάρμπα… βιάζομαι…. Μια κούτα σέρτικα… θα πω στο μπαμπά να τα πληρώσει…. Τώρα!!!! μπάρμπα…

-Και τι θα τα κάνεις παλιόπαιδο;;; Μη σε πλακώσω στις φάπες!!!

-Όχι μπάρμπα… Μη… Να τα χαρίσω στην κυρά- Παναγιώτα θέλω .. την στρίγγλα… θέλω να της ζητήσω συγνώμη… Σήμερα κατάλαβα ότι «στρίγγλα» είναι κακιά λέξη… πρέπει να της ζητήσω συγνώμη… δεν θα με κοινωνήσει ο παπά- Τριαντάφυλλος… και ξέρεις πόσο μ’ αρέσει το ψωμί στο γλυκόκρασο!!!

-Είσαι ιερόσυλη, παλιό- Σταθούλα. Τίποτα δε σέβεσαι πια… Ούτε τη θεία κοινωνία;;; Αχ !!! τι θα κάνουμε με σένα;;; Αλλά μια συγνώμη είναι ευλογία… πάρε την κούτα… άντε… ΤΣΑΚΙΣΟΥ τώρα…

Καμαρωτή η Σταθούλα… με μια κούτα σέρτικα Ξάνθης… τα καλύτερα… κατέβαινε το δρόμο… Στάθηκε στην αυλή της γιαγιάς της… Το γλυκό έβραζε πια… σχεδόν είχε δέσει… Πρόλαβε να γευτεί το ηδονικό ξάφρι… και βγήκε και το δεμάτι με τα κλαδιά της αρμπαρόριζας!!!

-Γιαγιούλα… Σήμερα.. «μεγάλωσα»… Κατάλαβα κάτι, και πρέπει να συγχωρεθώ…

-Μικρή μου… τι λες τώρα;;; Είσαι παιδί … αθώο πλάσμα… ευλογημένο από τον Κύριο…

-Γιαγιούλα… συγχώρεσε με… για το γάλα που χύνω κρυφά στο νεροχύτη… για την αυθάδη συμπεριφορά μου.. για τα ψέματα που λέω….

-Σταθούλα!!! …Τα ξέραμε όλα… πράγματι σήμερα «μεγάλωσες»… Είναι το βύσσινο- γλυκό…η κάθαρση… Χαίρομαι για σένα… Περίμενε λίγο… Η Καραγιαννιά θέλει να πας εσύ το βαζάκι- δώρο στην Παναγιώτα- σε συγχώρεση για τα νιάτα και τον έρωτα που –άθελα της- της στέρησε… Και μην ξεχάσεις … στης Μαργαρώς τον τάφο… το μεγαλύτερο μπουκάλι….

-Γιαγιά!!! Ναι!!! Αλλά όταν μεγαλώσω… θα έχω και γω βυσσινόκηπο…. Σε κείνο το κομμάτι γης, που πέρσι αγόρασε ο μπαμπάς….παραδίπλα από το τσιφλίκι του γερό- παππού… του πατέρα σας γιαγιά…

(Ο βυσσινόκηπος της μικρής- Σταθούλας… έγινε… και γιγάντωνε… Μέχρι κείνο το καλοκαίρι… που ξαφνικά τα δέντρα άρχισαν να σαπίζουν και να πέφτουν… Στο χαλασμό δεν είχε ξεμείνει κανένα δέντρο, να το παραλάβουν οι καταχραστές… Οι βυσσινιές «πρόλαβαν» να φύγουν λίγο πριν…)

*το «Αμ» είναι αφιέρωμα στην Ελένη- την «αδερφή» μου… Ξέρει αυτή!!!




Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

ΒΥΣΣΙΝΟ ΓΛΥΚΟ (Ι)



-Κυριακούλα… ωρέ… τα βύσσινα γίνανε… Να!!! Άρχισαν τα σπουργίτια να τα τρώνε… κι αφήνουν μόνο τα κουκούτσια…

Ναι έτσι κρέμονταν πια… σκουλαρίκια αδειανά… στα πράσινα κλαριά…

-Και τι να γενεί ωρέ Σταθούλα!!! Θα μαραθούν φέτος… να ταϊστούν και τα πουλιά… δε γίνεται αλλιώς…. Ούτε μήνας δεν πέρασε… που χάσαμε την κυρά- Μαργαρώ, την πεθερά μου… Τσουκάλι για γλυκό δε θα μπει στη μασίνα…

Η κυρά-Μαργαρώ… παιδούλα ήταν.. όταν είχε φυτέψει τις βυσσινιές… Ήταν που εκείνος ο ξάδερφος… ο ταξιδεμένος, που είχε δει πολλά… και σε ένα Θέατρο… στην πόλη του Αγίου Πέτρου… είχε δει μια παράσταση… για έναν «Βυσσινόκηπο»… της το εξήγησε αλλιώς…. η πτώση… η αλλαγή… Όμως της ξέμεινε μόνο το όνομα, …δεν την ένοιαζαν τα άλλα… μακριά από τον τόπο της τα τεκτενόμενα… θα έκανε τον κήπο της… με βυσσινιές….

Και τον έφτιαξε… καμάρι στη γειτονιά τα βυσσινόδεντρα της Μαργαρώς… Ακόμα και στο μοναδικό παιδί, που βγήκε από τα σπλάχνα της… ανήμερα του Σωτήρα… μετά που προσκύνησε την εικόνα Του στην γειτονική παραλία… του έβαφε τα ρούχα με χρώμα από τους καρπούς… και του ‘μεινε του παλικαριού-του Σωτήρη- το παρανόμι: του βύσσινου το σουρωτήρι… Αλλά ο Σωτήρης… «του βύσσινου το σουρωτήρι»… άπαξ ετησίως λάμβανε χυμούς… όχι μόνο από τα υπολείμματα της φουρκέτας στην λεκάνη από εμαγιέ … αλλά και από τα κρυμμένα κάτω τις φούστες… κεντημένα εσώρουχα… των κοπελούδων της γειτονιάς, που έβγαζαν αυτές τις φουρκέτες από τα ατίθασα μαλλιά τους, εργαλείο ταπεινό, να εκβάλουν τα κουκούτσια.. στην προετοιμασία…

-Αμ… Κυριακούλα μου… με σεβασμό στη μνήμη της…να μάσω τα βυσσινάκια… μην πάνε και χαμένα… και … στην «παρηγοριά» να σου δώσω το μερίδιο σου… Να μαζωχτούμε με τη Μήτσαινα, την Καραγιαννιά, την Τάσαινα….

-Και να κάνετε το γλυκό;;; Εσείς;;; που την περιγελούσατε;;;

-Τι λες ωρέ Κυριακούλα;;;

-Για τότε καλέ… που έλεγε: « Παντρεύω το Σωτήρη μου με όποια δεχτεί να μπει αρχόντισσα στο βυσσινόκηπο μου»…

-Και τι θα κερδίζαμε καλέ… με τα βύσσινα… χαχαχα!!!! Αμ καλά το λέγαμε τότε… Μόνο «λοξή» θα γενόταν νύφη της Μαργαρώς…

-Σταθούλα!!! Φύγε τώρα… μακριά από τις βυσσινιές… Το κατάλαβες;;; Με είπες «λοξή»!!!

-Όχι ωρέ Κυριακούλα!!! Εσύ δεν πιάνεσαι!!! Ήρθες πεινασμένη στον τόπο… και εκτίμησες τα βύσσινα σαν τροφή…

-Ναι!!!... Έτσι ήταν… ΑΛΛΑ βυσσινιές είχε και ο πατέρας- αφέντης μου στον κάμπο… και ήξερα να τα γευτώ… να τα απολαύσω…

-Και σε έπιασε η Μαργαρώ να τα κλέβεις!!!!

-Της εξήγησα όμως… και ήταν η «αρχόντισσα»… και «ήξερε»… καταλάβαινε!!!… ένιωσε την κατάρα της γέννησης μου …ανάμεσα σε βιασμούς στο υπόγειο με τα μαγειρεία… αυτή που έσωσε τόσες κοπελούδες…

….

….

-Κυριακούλα… ανακωχή!!! Τώρα… Αμέσως… Πριν με πάρουν τα ζουμιά…

-Ρε Σταθούλα!!! Μη με δεις να κλαίω… Μόνο στην κηδεία της Μαργαρώς έκλαψα… Στείλε το ταχύτερο …την εγγόνα σου…. ΤΩΡΑ!!

-Γιατί;

-Είναι καλό παιδί… Θα εκτιμήσει τα βύσσινα… όπως εμείς … που της παραδίδουμε τη σκυτάλη..

Η μικρή Σταθούλα… φτάνει πριν τη δύση στον κήπο με τι βυσσινιές…

-Κυρά- Κούλα!!! Με έστειλε η γιαγιά. Τι θα θέλατε;;; Αύριο θα ζυμώσουμε.. και δεν είχε η μαμά να σας στείλει πεσκέσι…

-Σταθούλα!!! Πότε θα το μάθεις;;; Δε με λένε κυρά- Κούλα… Κυριακούλα… με λένε σα μικρή Κυριακή…

-Κυρά- Κούλα!!! Μια Κυριακή δεν είναι ποτέ μικρή… Και θέλουμε τα βύσσινα… ΤΩΡΑ!!! Έχουν μαζωχτεί όλες οι κυράδες…. ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΓΛΥΚΟ!!! Και γρήγορα!!!! Παρακαλώ!!! Έχω να πάω και από την ….στρίγγλα ….την κυρά- Παναγιώτα- καλέ!!!, να κόψω και την αρμπαρόριζα…

-Σταθούλα! Να το καλάθι… Έτοιμο το ‘χα… Σε περίμενα…Καλή επιτυχία να έχουν οι κυράδες στο γλυκό… Και σε παρακαλώ… στον τάφο της Μαργαρώς… ξέρεις…, εσύ ωρέ παλιοκόριτσο!!!, που στέκει…

Να της πας, αντί για λάδι, ένα μπουκαλάκι βυσσινάδα….

-Κυρά- Κυριακούλα!!! Τόπα σωστά τώρα!!! Έτσι ε!!! (-βάλε μου και ένα λουκουμάκι, από τα κόκκινα, με ροδοζάχαρη… στην τσέπη…)… πειράζει να είναι αραιωμένο το σιρόπι σε νερό;;;

;;;;

….

Φύγε!!!! Τώρα!!!! Πριν μετανιώσω… ΤΣΑΚΙΣΟΥ!!!!!

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2007

Χοιρινό μπούτι "ζαμπόν"

Η κυρά- Μάνθα έμενε στην άκρη της πόλης, στο πλινθόκτιστο σπιτάκι της, πατρική κληρονομιά, δίπλα στο δάσος με τις λεύκες. Τα δέντρα, που χρόνια πριν είχε φυτέψει ο πατέρας της, όταν γύρισε από το Αμέρικα.

Εκεί είχε πάει στα τέλη του περασμένου αιώνα όπου έκανε δουλειές του ποδαριού για περίπου 10 χρόνια. Δεν είδε το κομπόδεμα του να αυγαταίνει αλλά, με μια λαμπρή ιδέα, αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα. Θα έκανε εργοστάσιο για οδοντογλυφίδες. Θα φύτευε λεύκες στα χέρσα χωράφια του να έχει την πρώτη ύλη και παραδίπλα θα έστηνε το κτήριο επεξεργασίας του ξύλου. Έτσι, ο Μήτσος που έφυγε μετανάστης με τρύπιες τσέπες, θα γινόταν ο Τζιμ με το εργοστάσιο του και θα παντρευόταν το Λενιώ, που χρόνια τον περίμενε. Οι λεύκες φυτεύτηκαν, ο γάμος τελέστηκε με λαμπρότητα και περίμεναν να μεγαλώσουν τα δέντρα όπως και η μικρή τους Μάνθα.

Τα χρόνια περνούσαν, τα δέντρα μεγάλωναν όπως και η μικρή, ο Τζιμ όμως δεν πρόλαβε να γίνει εργοστασιάρχης- το χτικιό τον έφαγε νέο. Σε λίγο τον ακολούθησε και το Λενιώ από τον καημό της. Η Μάνθα ορφάνεψε στην εφηβεία της αλλά δεν το έβαλε κάτω. Δούλεψε πλύστρα σε πλούσια σπιτικά, μάζεψε σταφίδες στα χωράφια, εργάτρια στην υφαντουργία, όπου μπορούσε… Γιατί πάντα σκεφτόταν να πραγματώσει το όνειρο του Τζιμ …

Οι καιροί άλλαξαν, η Μάνθα ήταν πια στη δύση της ζωής , χωρίς να έχει χτίσει το εργοστάσιο. Όμως το δάσος με τις λεύκες, έστεκε αγέρωχο, δίπλα στο μικρό της σπίτι.

Εκεί έρχονταν πια τα παιδιά για να παίξουν το καλοκαίρι, στο δροσερό ίσκιο. Και το βραδάκι, πριν μαζευτούν στα σπίτια τους, τους τράταρε και από κάτι τις… Τους χειμώνες, όταν τα δέντρα στέκονταν γυμνά, φύτρωναν στο χώμα μανουσάκια και ζουμπούλια.

Τότε πήγαινε η Υακίνθη, μια 20χρονη καστανομάλλα κοπελούδα. Σιγά- σιγά η κυρά- Μάνθα με τη μειλίχια συμπεριφορά της και τα συνεχή τραταρίσματα κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοπελιάς. Ήταν που της είπε ότι «τα ζουμπούλια είναι υάκινθοι του αγρού, τα λουλούδια που έχουν το όνομα σου, άρα είναι όλα για σένα». Έτσι, αρκετά κρύα βράδια του χειμώνα, κάθονταν η δυό γυναίκες στο παραγώνι και τα έλεγαν.

Μια τέτοια νύχτα, η Υακίνθη θέλησε να μοιραστεί τη χαρά της με τη κα Μάνθα. Η μεγάλη της αδερφή, η Μανουσώ, που εδώ και ένα χρόνο είχε αρραβωνιαστεί στην πρωτεύουσα είχε έρθει με τον μνηστήρα της, να μείνουν καμιά βδομάδα, και μάλιστα με το αυτοκίνητο του Νικόλα, ένα ολοκαίνουργιο Μόσκοβιτς… Είχαν προγραμματίσει να πάνε και στο μοναστήρι της Παναγιάς της σπηλιάς, πάνω στο βουνό…

Τότε το πρόσωπο της κυρά- Μάνθας συννέφιασε. Ήταν που πριν χρόνια της τόχε τάξει της Παναγιάς: να προσκυνήσει τη χάρη της στη σπηλιά, που βρέθηκε η εικόνα της. Αποτόλμησε να το εξομολογηθεί στη νεαρή της φίλη. Και κείνη αμέσως της πρότεινε να έρθει μαζί τους. Το αυτοκίνητο τους χωρούσε όλους, δεν θα την φορτωνόντουσαν δα στην πλάτη τους. Η χαρά της απερίγραπτη. Αγκάλιασε την Υακίνθη και στράφηκε στα εικονίσματα, να κάνει το σταυρό της, να ευχαριστήσει τα θεία για την καλή της τύχη.

Όλα κανονίστηκαν. Την ερχόμενη Κυριακή το χάραμα θα ξεκινούσαν. Να προλάβουν τη θεία λειτουργία και να μεταλάβουν.

Η κυρά- Μάνθα είχε τρεις μέρες μπροστά της να νηστέψει για τη μεταλαβιά αλλά και να ετοιμάσει τα τραταρίσματα για τους συνταξιδιώτες. Πουρνό- πουρνό με βήμα ταχύ κατέβηκε στην αγορά. Πήγε στο χασάπικο του κυρ- Παναγιωτάκη να δει τι καλά κρέατα είχε. Στάθηκε τυχερή. Ο κυρ- Μένιος είχε σφάξει χτες 2 γουρουνάκια και είχε ωραιότατο χοιρινό. Να λοιπόν σκέφτηκε: θα πάρω ένα μπουτάκι να το κάνω ζαμπόν. Πέρασε και από το μπακάλικο του κυρ- Κωστάκη να δώσει την παραγγελία για τις προμήθειες , να τις φέρει ο παραγιός με το ξύλινο καρότσι, μαζί με την κολώνα του πάγου, που κάθε πρωί τυλιγμένη στη λινάτσα της παρέδιδε.

Ήταν πια Σάββατο, παραμονή του «προσκυνήματος». Στο κατώι, με το πατημένο αλλά πάντα καλοσαρωμένο χώμα, άναψε τη φωτιά να βάλει στο καζάνι το νερό να βράσει. Απόθεσε με τρυφερότητα στο νερό το μπουτάκι που είχε από την προηγούμενη ξεκοκαλίσει, καλοαλατίσει, του είχε καρφώσει δόντια σκόρδου και ολόκληρα πιπέρια, το είχε δέσει με σπάγκο- να κρατήσει ωραίο σχήμα- και πήγε παραδίπλα να φουρνίσει το ψωμί, που είχε με τα δυνατά της χέρια ζυμώσει.

Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν το κρέας είχε καλοβράσει. Το απόθεσε στην ξύλινη πιατέλα, να κρυώσει καλά. Το πρωί, πριν κινήσουν, θα το έκοβε σε φέτες, να είναι εύκολο στο σερβίρισμα του. Το ζουμί το άφησε στο καζάνι. Να παγώσει το λίπος, να το βγάλει μετά και να νοστιμέψει καμιά πατατούλα. Με το ζουμάκι θα έκανε ωραίες σουπίτσες.

Το βράδυ ήταν όλα έτοιμα. Ήπιε ένα φλιτζάνι χαμομήλι βουτώντας ένα παξιμάδι και πήγε στο εικόνισμα της Παναγιάς, να κάνει το σταυρό της και να την παρακαλέσει να ξημερωθεί καλά, για να προσκυνήσει τη χάρη της….

η συνταγή εδώ

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2007

Κόκορας φρικασέ χειμωνιάτικος


Ήταν Κυριακή πρωί. Η Βάντα, μόλις είχε ξυπνήσει. Θα ήθελε να χουχουλιάσει λίγο στο κρεβάτι αλλά σήμερα ήταν μιά "μεγάλη" μέρα. Χάιδεψε στο μάγουλο τον αγαπημένο της άντρα. Ήσαν πια 18 χρόνια παντρεμένοι και είχαν φτιάξει ένα ζεστό σπιτικό. Τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει αρκετά.

Η μεγάλη θα τελείωνε φέτος το Λύκειο. Παρά τον ατίθασο χαραχτήρα της, φρόντιζε να τη φέρνει στα νερά της. Κατά βάθος καμάρωνε γι' αυτή. Ήταν στις 3 καλύτερες μαθήτριες στο "Θηλέων" και οι βαθμοί της ήταν άψογοι. Μόνο που θα 'θελε να μελετάει λίγο παραπάνω. Πάλι χθές, μέσα στο βιβλίο των ασκήσεων, ανακάλυψε το βιβλίο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Και στα Αγγλικά της και στη Μουσική της. Σίγουρα θα περνούσε στο Πολυτεχνείο. Και είχε τους τρόπους της να ελέγχει κάθε της κίνηση. Δεν τολμούσε να κάνει κοπάνα από πουθενά. Ήξερε ότι στο σχολείο την παρακολουθούσε η θεία της, Αγγλικά πήγαινε στο φροντιστήριο που είχε ανοίξει η παλιά της μαθήτρια και μπορούσε να μαθαίνει νέα και από το Ωδείο. Το δε φροντιστήριο ήταν δίπλα από το μαγαζί... πως θα μπορούσε να ξεφύγει.

Ο μικρός δεν ήταν τόσο επιμελής, αλλά το μέλλον του ήταν εξασφαλισμένο. Θα συνέχιζε τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Οπότε δεν αντέδρασε ιδιαίτερα όταν έστησε τον ερασιτεχνικό του ραδιοφωνικό σταθμό με εμβέλεια μέχρι το μαγαζί τους, να της κάνει πρόγραμμα και αφιερώσεις, συντροφιά στην απογευματινή της βάρδια.

Φίλησε τον Γρηγόρη στο μάγουλο, ήταν που ήθελε να του ευχηθεί για τη γιορτή του. Αυτός ξύπνησε... και την κοίταξε τρυφερά, όπως πάντα. Ακόμα και μετά τόσα χρόνια. Σηκώθηκε να του φέρει το δώρο του... μια μεταξωτή γραβάτα , που θα ταίριαζε στο καινούργιο του κουστούμι, που χθες του παρέδωσε έτοιμο ο ράφτης. Να το φορέσει το βράδυ, που δέχονταν τους φίλους τους... Και ίσως να χόρευαν και ένα από τα αργεντίνικα τάνγκο... που τόσο του άρεσαν. Βαλς δεν την χόρευε πιά... τα χάριζε στην λατρευτή του κόρη.

Έπρεπε όμως να βιαστεί. Το μεσημέρι θα έτρωγαν με τον αγαπημένο του αδερφό και την οικογένεια του. Είχε κάνει τις σχετικές προετοιμασίες από την προηγούμενη αλλά με πολύ βιασύνη, γιατί, ενώ ήταν "ελευθέρα υπηρεσίας" από το μαγαζί, ο Γρηγόρης ήθελε να βγει στην αγορά. Ήθελε λέει να πάρει δώρο στο εαυτό του. Πάλι θα αγόραζε μανικετόκουμπα; είχε τόσα πολλά. Μόνο που το μεσημέρι ήρθε η έκπληξη... καινούργια έγχρωμη τηλεόραση. Ήταν πια χρόνος που έβγαινε με έγχρωμο σήμα η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ και ήθελε να βλέπει χρωματιστά! Και μετά το μαγαζί να πάει στο χωριό, στα "κορίτσια"... ακόμα και στα περασμένα 70 έτσι έλεγαν τις αδερφές της πεθεράς της. Της είχαν παραγγείλει, ότι είχαν έτοιμο το καλάθι με τα πεσκέσια για τον ανηψιό. Και πράγματι, οι θείες είχαν σφαγμένα 2 κοκόρια, ψωμί που μόλις είχαν βγάλει από το φούρνο, λάδι, κρασί, φρούτα και φρέσκα αυγά από το κοτέτσι. Οδηγώντας στην επιστροφή, σκεφτόταν πως θα αξιοποιούσε τα καλούδια. Μπορούσε να κάνει τον ένα κόκορα μακαρονάδα και να φυλάξει τον άλλο στην κατάψυξη. Αλλά, αύριο, ήταν η γιορτή του άντρα της.... θα του τα μαγείρευε "ξερό" φρικασέ που του άρεσε πολύ.

Η ώρα είχε πάει πιά 10:30, που γύρισε η μητέρα της από την εκκλησία. Έφερνε το αντίδωρο στον αγαπημένο της γαμπρό, που πάνω από 10 χρόνια έμενε μαζί τους. Είχε έρθει, να βοηθάει τη "μικρή" της με τα παιδιά και το σπιτικό. Ήπιαν ένα καφεδάκι και οργάνωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Η μητέρα της, 80 χρονώ πιά, καταπιανόταν με την κουζίνα, σαν κοριτσάκι. Παρά τους κόμπους στα χέρια, καθάριζε τα κρεμμύδια με την ίδια φροντίδα που έπλεκε τις δαντέλες για τα εγγόνια. Και πάντα στο δικό της καρεκλάκι...

Το φαγητό ήταν σχεδόν έτοιμο, όταν ήρθε ο κουνιάδος με τα λουλούδια, τα γλυκά και τα δώρα. Τα παιδιά μαζώχτηκαν στον δωμάτιο της μεγάλης, να πουν τα δικά του. Και τα αδέρφια κάθισαν στο μεγάλο σαλόνι, να πιούν ένα ουζάκι, να κουβεντιάσουν και να θυμηθούν. Και με τη συννυφάδα της έστρωσαν το τραπέζι με το κεντημένο -από την πεθερά τους- τραπεζομάντηλο, φτιαγμένο για κείνο ειδικά το τραπέζι, από το 1922, που είχε ταϊστεί όλη η οικογένεια. Οι πορσελάνες και τα κρύσταλλα είχαν φρεσκαριστεί και τοποθετήθηκαν με επιμέλεια. Βγήκαν και τα παιδιά από το δωμάτιο αλλά ευτυχώς το μαγειρείο δεν χωρούσε πολλές νοικοκυρές και τα κορίτσια τη "γλύτωσαν".

Αφού αυγόκοψαν το φρικασέ, οι πιατέλες έφτασαν στην τραπεζαρία και κλήθηκαν όλοι στο τραπέζι. Μόνο, που το καρβέλι με το ζυμωτό ψωμί από το χωριό δεν έφτασε... τα παλιόπαιδα το έφαγαν όλο, βουτώντας στη σάλτσα... ξεχνώντας τους "καλούς τρόπους" που με κόπο τους μάθαινε.

Αλλά κείνο το βράδυ, δεν χόρεψαν τάγκο... Όλοι στριμώχτηκαν στο καθημερινό καθιστικό, να δουν τηλεόραση... με τα πιάτα από το μπουφέ ακουμπισμένα στα γόνατα τους...

Ο Γρηγόρης όμως ήταν χαρούμενος. Όλοι τον τίμησαν, όπως κάθε χρόνο, στη γιορτή του...
Μόνο που 3 χρόνια μετά δεν θα ξαναγιόρταζε...

Στη μνήμη του μπαμπά μου.


η συνταγή εδώ

update:
το κειμενάκι δουλευόταν στο μυαλό μου...
αλλά οι παράγραφοι 2 & 3
προστέθηκαν μετά από το ποστ της
Ρενάτας...

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2007

μπισκότα καρύδας

Η κυρία Αγαθονίκη καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα της. Στο δεξί της χέρι, κρατούσε, όπως πάντα, το μπαστουνάκι της. Το πρόσωπό της ανέκφραστο. Ήταν κοντά πέντε χρόνια, που φόρεσε αυτή τη μάσκα... τότε που έχασε το μικρό της γιο, το λεβέντη της... που χάθηκε κάπου στο Αιγαίο, με το ελικόπτερο του... Αμυδρά μόνο μειδίασε στο γάμο της μικρής της Σμαραγδής, λίγους μήνες νωρίτερα. Τώρα σειρά είχαν τα μεγάλα της τα αγόρια... Είχαν διαλέξει τα κορίτσια τους και σε λίγους μήνες θα γίνονταν και τα παντρέματα.

Σήμερα είχε καλέσει τη Βεατρίκη, αυτήν που διάλεξε ο πρωτότοκος. Αρχικά είχε διαφωνήσει με την επιλογή. Η Βεατρίκη δεν ερχόταν από μεγάλη γενιά, όπως αυτή. Ήταν όμως σεμνή, μορφωμένη- δούλευε λογίστρια στην μεγαλύτερη εταιρεία της πόλης και παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών στις κυρίες της αστικής τάξης, που ήθελαν να σκοτώνουν δημιουργικά το χρόνο της. Τουλάχιστον η Βεατρίκη αγαπούσε τον Γερβάσιο, παρά τη μικρή του αναπηρία.

Απορροφημένη στις σκέψεις της δεν άκουσε τη Βεατρίκη που ήρθε. "Μητέρα, καλημέρα!" είπε και της φίλησε με σεβασμό το χέρι. Μετά τις τυπικές αβρότητες, την παρακάλεσε να καθήσει στην παρακείμενη πολυθρόνα. Ήθελε να τη συμβουλέψει για τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβανε σα νοικοκυρά... να την ενημερώσει για τις ιδιαίτερες γευστικές προτιμήσεις του Γερβάσιου. Η κυρία Αγαθονίκη ήθελε να είναι σίγουρη ότι ο γιός της θα καλοπερνάει στο νέο του σπιτικό.

'Εβγαλε το παλιό τετράδιο, εκεί που η Σμαραγδή είχε καταχωρήσει με τα καλλιγραφικά της γράμματα όλες τις συνταγές της οικογένειας... Το ξεφύλλισαν μαζί... και στάθηκαν στα μπισκότα της καρύδας, αυτά που προσφέρονταν σε όλες τις γιορτές, αυτά που τα φύλαγε ψηλά στο ντουλάπι, γιατί πάντα ο Γερβάσιος υπεξαιρούσε μερικά στα κρυφά... Η Βεατρική έπρεπε να μάθει να τα φτιάχνει... να τιμάει τις επιλογές του μελλοντικού της συζύγου.

Κτύπησε με το μπαστούνι της 3 φορές το ξύλινο πάτωμα. Το συνθηματικό για να ανέβει στο σπίτι ο παραγιός από το μαγαζί του ισογείου. Τρέχοντας ανέβηκε ο Διομήδης τη μαρμάρινη σκάλα, τον καλούσε η κυρά και ήθελε (όχι μόνο έπρεπε) να υπακούσει στις επιθυμίες της... Του παράγγειλε λοιπόν να πάει στο μπαχαράδικο του Αρμένη, στην αγορά, να πάρει 150 δράμια καρύδα και να 'ναι από το πρόσφατα ανοιγμένο σακί, μην και έχει ξεραθεί, και μετά να φέρει από το κελάρι 150 δράμια ζάχαρη και να βγάλει από το τενεκέ 40 δράμια βούτυρο.

Αφού ο Διομήδης έφυγε να φέρει τα απαραίτητα, οι γυναίκες πήγαν στο μαγειρείο. Να ασπρίσουν τα μύγδαλα, να χωρίσουν τα αυγά. Γρήγορα επέστρεψε ο παραγιός με τα χρειαζούμενα. Η Βεατρίκη, είχε ήδη φορέσει την κεντημένη άσπρη ποδιά, και με τις οδηγίες της μέλλουσας πεθεράς έπλασε τα μπισκότα. Με φροντίδα περισσή τα άπλωσε στη λαμαρίνα. Τώρα ήταν έτοιμα για το φούρνο. Θα τα 'στελναν στου κυρίου Κανέλλου, που ήξερε τις προτιμήσεις της οικογένειας. Δεν θα χρειαζόταν να του υπενθυμίσουν να μην τα παραψήσει...

Από τότε η Βεατρίκη, φτιάχνει πάντα τα μπισκότα της καρύδας, ακόμα και τώρα, χρόνια μετά που ο Γερβάσιος έχει πεθάνει... Και το βιβλίο που αντέγραψε της συνταγές της πεθεράς της, το χάρισε στην κόρη... να συνεχίζει ...

η συνταγή εδώ