Ήταν Κυριακή πρωί. Η Βάντα, μόλις είχε ξυπνήσει. Θα ήθελε να χουχουλιάσει λίγο στο κρεβάτι αλλά σήμερα ήταν μιά "μεγάλη" μέρα. Χάιδεψε στο μάγουλο τον αγαπημένο της άντρα. Ήσαν πια 18 χρόνια παντρεμένοι και είχαν φτιάξει ένα ζεστό σπιτικό. Τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει αρκετά.
Η μεγάλη θα τελείωνε φέτος το Λύκειο. Παρά τον ατίθασο χαραχτήρα της, φρόντιζε να τη φέρνει στα νερά της. Κατά βάθος καμάρωνε γι' αυτή. Ήταν στις 3 καλύτερες μαθήτριες στο "Θηλέων" και οι βαθμοί της ήταν άψογοι. Μόνο που θα 'θελε να μελετάει λίγο παραπάνω. Πάλι χθές, μέσα στο βιβλίο των ασκήσεων, ανακάλυψε το βιβλίο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Και στα Αγγλικά της και στη Μουσική της. Σίγουρα θα περνούσε στο Πολυτεχνείο. Και είχε τους τρόπους της να ελέγχει κάθε της κίνηση. Δεν τολμούσε να κάνει κοπάνα από πουθενά. Ήξερε ότι στο σχολείο την παρακολουθούσε η θεία της, Αγγλικά πήγαινε στο φροντιστήριο που είχε ανοίξει η παλιά της μαθήτρια και μπορούσε να μαθαίνει νέα και από το Ωδείο. Το δε φροντιστήριο ήταν δίπλα από το μαγαζί... πως θα μπορούσε να ξεφύγει.
Ο μικρός δεν ήταν τόσο επιμελής, αλλά το μέλλον του ήταν εξασφαλισμένο. Θα συνέχιζε τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Οπότε δεν αντέδρασε ιδιαίτερα όταν έστησε τον ερασιτεχνικό του ραδιοφωνικό σταθμό με εμβέλεια μέχρι το μαγαζί τους, να της κάνει πρόγραμμα και αφιερώσεις, συντροφιά στην απογευματινή της βάρδια.
Φίλησε τον Γρηγόρη στο μάγουλο, ήταν που ήθελε να του ευχηθεί για τη γιορτή του. Αυτός ξύπνησε... και την κοίταξε τρυφερά, όπως πάντα. Ακόμα και μετά τόσα χρόνια. Σηκώθηκε να του φέρει το δώρο του... μια μεταξωτή γραβάτα , που θα ταίριαζε στο καινούργιο του κουστούμι, που χθες του παρέδωσε έτοιμο ο ράφτης. Να το φορέσει το βράδυ, που δέχονταν τους φίλους τους... Και ίσως να χόρευαν και ένα από τα αργεντίνικα τάνγκο... που τόσο του άρεσαν. Βαλς δεν την χόρευε πιά... τα χάριζε στην λατρευτή του κόρη.
Έπρεπε όμως να βιαστεί. Το μεσημέρι θα έτρωγαν με τον αγαπημένο του αδερφό και την οικογένεια του. Είχε κάνει τις σχετικές προετοιμασίες από την προηγούμενη αλλά με πολύ βιασύνη, γιατί, ενώ ήταν "ελευθέρα υπηρεσίας" από το μαγαζί, ο Γρηγόρης ήθελε να βγει στην αγορά. Ήθελε λέει να πάρει δώρο στο εαυτό του. Πάλι θα αγόραζε μανικετόκουμπα; είχε τόσα πολλά. Μόνο που το μεσημέρι ήρθε η έκπληξη... καινούργια έγχρωμη τηλεόραση. Ήταν πια χρόνος που έβγαινε με έγχρωμο σήμα η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ και ήθελε να βλέπει χρωματιστά! Και μετά το μαγαζί να πάει στο χωριό, στα "κορίτσια"... ακόμα και στα περασμένα 70 έτσι έλεγαν τις αδερφές της πεθεράς της. Της είχαν παραγγείλει, ότι είχαν έτοιμο το καλάθι με τα πεσκέσια για τον ανηψιό. Και πράγματι, οι θείες είχαν σφαγμένα 2 κοκόρια, ψωμί που μόλις είχαν βγάλει από το φούρνο, λάδι, κρασί, φρούτα και φρέσκα αυγά από το κοτέτσι. Οδηγώντας στην επιστροφή, σκεφτόταν πως θα αξιοποιούσε τα καλούδια. Μπορούσε να κάνει τον ένα κόκορα μακαρονάδα και να φυλάξει τον άλλο στην κατάψυξη. Αλλά, αύριο, ήταν η γιορτή του άντρα της.... θα του τα μαγείρευε "ξερό" φρικασέ που του άρεσε πολύ.
Η ώρα είχε πάει πιά 10:30, που γύρισε η μητέρα της από την εκκλησία. Έφερνε το αντίδωρο στον αγαπημένο της γαμπρό, που πάνω από 10 χρόνια έμενε μαζί τους. Είχε έρθει, να βοηθάει τη "μικρή" της με τα παιδιά και το σπιτικό. Ήπιαν ένα καφεδάκι και οργάνωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Η μητέρα της, 80 χρονώ πιά, καταπιανόταν με την κουζίνα, σαν κοριτσάκι. Παρά τους κόμπους στα χέρια, καθάριζε τα κρεμμύδια με την ίδια φροντίδα που έπλεκε τις δαντέλες για τα εγγόνια. Και πάντα στο δικό της καρεκλάκι...
Το φαγητό ήταν σχεδόν έτοιμο, όταν ήρθε ο κουνιάδος με τα λουλούδια, τα γλυκά και τα δώρα. Τα παιδιά μαζώχτηκαν στον δωμάτιο της μεγάλης, να πουν τα δικά του. Και τα αδέρφια κάθισαν στο μεγάλο σαλόνι, να πιούν ένα ουζάκι, να κουβεντιάσουν και να θυμηθούν. Και με τη συννυφάδα της έστρωσαν το τραπέζι με το κεντημένο -από την πεθερά τους- τραπεζομάντηλο, φτιαγμένο για κείνο ειδικά το τραπέζι, από το 1922, που είχε ταϊστεί όλη η οικογένεια. Οι πορσελάνες και τα κρύσταλλα είχαν φρεσκαριστεί και τοποθετήθηκαν με επιμέλεια. Βγήκαν και τα παιδιά από το δωμάτιο αλλά ευτυχώς το μαγειρείο δεν χωρούσε πολλές νοικοκυρές και τα κορίτσια τη "γλύτωσαν".
Αφού αυγόκοψαν το φρικασέ, οι πιατέλες έφτασαν στην τραπεζαρία και κλήθηκαν όλοι στο τραπέζι. Μόνο, που το καρβέλι με το ζυμωτό ψωμί από το χωριό δεν έφτασε... τα παλιόπαιδα το έφαγαν όλο, βουτώντας στη σάλτσα... ξεχνώντας τους "καλούς τρόπους" που με κόπο τους μάθαινε.
Αλλά κείνο το βράδυ, δεν χόρεψαν τάγκο... Όλοι στριμώχτηκαν στο καθημερινό καθιστικό, να δουν τηλεόραση... με τα πιάτα από το μπουφέ ακουμπισμένα στα γόνατα τους...
Ο Γρηγόρης όμως ήταν χαρούμενος. Όλοι τον τίμησαν, όπως κάθε χρόνο, στη γιορτή του...
Μόνο που 3 χρόνια μετά δεν θα ξαναγιόρταζε...
Η μεγάλη θα τελείωνε φέτος το Λύκειο. Παρά τον ατίθασο χαραχτήρα της, φρόντιζε να τη φέρνει στα νερά της. Κατά βάθος καμάρωνε γι' αυτή. Ήταν στις 3 καλύτερες μαθήτριες στο "Θηλέων" και οι βαθμοί της ήταν άψογοι. Μόνο που θα 'θελε να μελετάει λίγο παραπάνω. Πάλι χθές, μέσα στο βιβλίο των ασκήσεων, ανακάλυψε το βιβλίο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Και στα Αγγλικά της και στη Μουσική της. Σίγουρα θα περνούσε στο Πολυτεχνείο. Και είχε τους τρόπους της να ελέγχει κάθε της κίνηση. Δεν τολμούσε να κάνει κοπάνα από πουθενά. Ήξερε ότι στο σχολείο την παρακολουθούσε η θεία της, Αγγλικά πήγαινε στο φροντιστήριο που είχε ανοίξει η παλιά της μαθήτρια και μπορούσε να μαθαίνει νέα και από το Ωδείο. Το δε φροντιστήριο ήταν δίπλα από το μαγαζί... πως θα μπορούσε να ξεφύγει.
Ο μικρός δεν ήταν τόσο επιμελής, αλλά το μέλλον του ήταν εξασφαλισμένο. Θα συνέχιζε τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Οπότε δεν αντέδρασε ιδιαίτερα όταν έστησε τον ερασιτεχνικό του ραδιοφωνικό σταθμό με εμβέλεια μέχρι το μαγαζί τους, να της κάνει πρόγραμμα και αφιερώσεις, συντροφιά στην απογευματινή της βάρδια.
Φίλησε τον Γρηγόρη στο μάγουλο, ήταν που ήθελε να του ευχηθεί για τη γιορτή του. Αυτός ξύπνησε... και την κοίταξε τρυφερά, όπως πάντα. Ακόμα και μετά τόσα χρόνια. Σηκώθηκε να του φέρει το δώρο του... μια μεταξωτή γραβάτα , που θα ταίριαζε στο καινούργιο του κουστούμι, που χθες του παρέδωσε έτοιμο ο ράφτης. Να το φορέσει το βράδυ, που δέχονταν τους φίλους τους... Και ίσως να χόρευαν και ένα από τα αργεντίνικα τάνγκο... που τόσο του άρεσαν. Βαλς δεν την χόρευε πιά... τα χάριζε στην λατρευτή του κόρη.
Έπρεπε όμως να βιαστεί. Το μεσημέρι θα έτρωγαν με τον αγαπημένο του αδερφό και την οικογένεια του. Είχε κάνει τις σχετικές προετοιμασίες από την προηγούμενη αλλά με πολύ βιασύνη, γιατί, ενώ ήταν "ελευθέρα υπηρεσίας" από το μαγαζί, ο Γρηγόρης ήθελε να βγει στην αγορά. Ήθελε λέει να πάρει δώρο στο εαυτό του. Πάλι θα αγόραζε μανικετόκουμπα; είχε τόσα πολλά. Μόνο που το μεσημέρι ήρθε η έκπληξη... καινούργια έγχρωμη τηλεόραση. Ήταν πια χρόνος που έβγαινε με έγχρωμο σήμα η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ και ήθελε να βλέπει χρωματιστά! Και μετά το μαγαζί να πάει στο χωριό, στα "κορίτσια"... ακόμα και στα περασμένα 70 έτσι έλεγαν τις αδερφές της πεθεράς της. Της είχαν παραγγείλει, ότι είχαν έτοιμο το καλάθι με τα πεσκέσια για τον ανηψιό. Και πράγματι, οι θείες είχαν σφαγμένα 2 κοκόρια, ψωμί που μόλις είχαν βγάλει από το φούρνο, λάδι, κρασί, φρούτα και φρέσκα αυγά από το κοτέτσι. Οδηγώντας στην επιστροφή, σκεφτόταν πως θα αξιοποιούσε τα καλούδια. Μπορούσε να κάνει τον ένα κόκορα μακαρονάδα και να φυλάξει τον άλλο στην κατάψυξη. Αλλά, αύριο, ήταν η γιορτή του άντρα της.... θα του τα μαγείρευε "ξερό" φρικασέ που του άρεσε πολύ.
Η ώρα είχε πάει πιά 10:30, που γύρισε η μητέρα της από την εκκλησία. Έφερνε το αντίδωρο στον αγαπημένο της γαμπρό, που πάνω από 10 χρόνια έμενε μαζί τους. Είχε έρθει, να βοηθάει τη "μικρή" της με τα παιδιά και το σπιτικό. Ήπιαν ένα καφεδάκι και οργάνωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Η μητέρα της, 80 χρονώ πιά, καταπιανόταν με την κουζίνα, σαν κοριτσάκι. Παρά τους κόμπους στα χέρια, καθάριζε τα κρεμμύδια με την ίδια φροντίδα που έπλεκε τις δαντέλες για τα εγγόνια. Και πάντα στο δικό της καρεκλάκι...
Το φαγητό ήταν σχεδόν έτοιμο, όταν ήρθε ο κουνιάδος με τα λουλούδια, τα γλυκά και τα δώρα. Τα παιδιά μαζώχτηκαν στον δωμάτιο της μεγάλης, να πουν τα δικά του. Και τα αδέρφια κάθισαν στο μεγάλο σαλόνι, να πιούν ένα ουζάκι, να κουβεντιάσουν και να θυμηθούν. Και με τη συννυφάδα της έστρωσαν το τραπέζι με το κεντημένο -από την πεθερά τους- τραπεζομάντηλο, φτιαγμένο για κείνο ειδικά το τραπέζι, από το 1922, που είχε ταϊστεί όλη η οικογένεια. Οι πορσελάνες και τα κρύσταλλα είχαν φρεσκαριστεί και τοποθετήθηκαν με επιμέλεια. Βγήκαν και τα παιδιά από το δωμάτιο αλλά ευτυχώς το μαγειρείο δεν χωρούσε πολλές νοικοκυρές και τα κορίτσια τη "γλύτωσαν".
Αφού αυγόκοψαν το φρικασέ, οι πιατέλες έφτασαν στην τραπεζαρία και κλήθηκαν όλοι στο τραπέζι. Μόνο, που το καρβέλι με το ζυμωτό ψωμί από το χωριό δεν έφτασε... τα παλιόπαιδα το έφαγαν όλο, βουτώντας στη σάλτσα... ξεχνώντας τους "καλούς τρόπους" που με κόπο τους μάθαινε.
Αλλά κείνο το βράδυ, δεν χόρεψαν τάγκο... Όλοι στριμώχτηκαν στο καθημερινό καθιστικό, να δουν τηλεόραση... με τα πιάτα από το μπουφέ ακουμπισμένα στα γόνατα τους...
Ο Γρηγόρης όμως ήταν χαρούμενος. Όλοι τον τίμησαν, όπως κάθε χρόνο, στη γιορτή του...
Μόνο που 3 χρόνια μετά δεν θα ξαναγιόρταζε...